TITUS
Vetus Testamentum graece iuxta LXX interpretes
Part No. 786
Chapter: 5
Verse: 1
Εἰσῆλϑον
εἰς
κῆπόν
μου
,
ἀδελϕή
μου
νύμϕη
,
ἐτρύγησα
σμύρναν
μου
μετὰ
ἀρωμάτων
μου
,
ἔϕαγον
ἄρτον
μου
μετὰ
μέλιτός
μου
,
ἔπιον
οἶνόν
μου
μετὰ
γάλακτός
μου
·
ϕάγετε
,
πλησίοι
,
καὶ
πίετε
καὶ
μεϑύσϑητε
,
ἀδελϕοί
,
Verse: 2
᾽Εγὼ
καϑεύδω
,
καὶ
ἡ
καρδία
μου
ἀγρυπνεῖ
.
ϕωνὴ
ἀδελϕιδοῦ
μου
,
κρούει
ἐπὶ
τὴν
ϑύραν
῎Ανοιξόν
μοι
,
ἀδελϕή
μου
,
ἡ
πλησίον
μου
,
περιστερά
μου
,
τελεία
μου
,
ὅτι
ἡ
κεϕαλή
μου
ἐπλήσϑη
δρόσου
καὶ
οἱ
βόστρυχοί
μου
ψεκάδων
νυκτός
.
Verse: 3
᾽Εξεδυσάμην
τὸν
χιτῶνά
μου
,
πῶς
ἐνδύσωμαι
αὐτόν
;
ἐνιψάμην
τοὺς
πόδας
μου
,
πῶς
μολυνῶ
αὐτούς
;
Verse: 4
ἀδελϕιδός
μου
ἀπέστειλεν
χεῖρα
αὐτοῦ
ἀπὸ
τῆς
ὀπῆς
,
καὶ
ἡ
κοιλία
μου
ἐϑροήϑη
ἐπ
'
αὐτόν
.
Verse: 5
ἀνέστην
ἐγὼ
ἀνοῖξαι
τῷ
ἀδελϕιδῷ
μου
,
χεῖρές
μου
ἔσταξαν
σμύρναν
,
δάκτυλοί
μου
σμύρναν
πλήρη
ἐπὶ
χεῖρας
τοῦ
κλείϑρου
.
Verse: 6
ἤνοιξα
ἐγὼ
τῷ
ἀδελϕιδῷ
μου
,
ἀδελϕιδός
μου
παρῆλϑεν
·
ψυχή
μου
ἐξῆλϑεν
ἐν
λόγῳ
αὐτοῦ
,
ἐζήτησα
αὐτὸν
καὶ
οὐχ
εὗρον
αὐτόν
,
ἐκάλεσα
αὐτόν
,
καὶ
οὐχ
ὑπήκουσέν
μου
.
Verse: 7
εὕροσάν
με
οἱ
ϕύλακες
οἱ
κυκλοῦντες
ἐν
τῇ
πόλει
,
ἐπάταξάν
με
,
ἐτραυμάτισάν
με
,
ἦραν
τὸ
ϑέριστρόν
μου
ἀπ
'
ἐμοῦ
ϕύλακες
τῶν
τειχέων
.
Verse: 8
ὥρκισα
ὑμᾶς
,
ϑυγατέρες
Ιερουσαλημ
,
ἐν
ταῖς
δυνάμεσιν
καὶ
ἐν
ταῖς
ἰσχύσεσιν
τοῦ
ἀγροῦ
,
ἐὰν
εὕρητε
τὸν
ἀδελϕιδόν
μου
,
τί
ἀπαγγείλητε
αὐτῷ
;
ὅτι
τετρωμένη
ἀγάπης
εἰμὶ
ἐγώ
.
Verse: 9
Τί
ἀδελϕιδός
σου
ἀπὸ
ἀδελϕιδοῦ
,
ἡ
καλὴ
ἐν
γυναιξίν
,
τί
ἀδελϕιδός
σου
ἀπὸ
ἀδελϕιδοῦ
,
ὅτι
οὕτως
ὥρκισας
ἡμᾶς
;
Verse: 10
᾽Αδελϕιδός
μου
λευκὸς
καὶ
πυρρός
,
ἐκλελοχισμένος
ἀπὸ
μυριάδων
·
Verse: 11
κεϕαλὴ
αὐτοῦ
χρυσίον
καὶ
ϕαζ
,
βόστρυχοι
αὐτοῦ
ἐλάται
,
μέλανες
ὡς
κόραξ
,
Verse: 12
ὀϕϑαλμοὶ
αὐτοῦ
ὡς
περιστεραὶ
ἐπὶ
πληρώματα
ὑδάτων
λελουσμέναι
ἐν
γάλακτι
καϑήμεναι
ἐπὶ
πληρώματα
ὑδάτων
,
Verse: 13
σιαγόνες
αὐτοῦ
ὡς
ϕιάλαι
τοῦ
ἀρώματος
ϕύουσαι
μυρεψικά
,
χείλη
αὐτοῦ
κρίνα
στάζοντα
σμύρναν
πλήρη
,
Verse: 14
χεῖρες
αὐτοῦ
τορευταὶ
χρυσαῖ
πεπληρωμέναι
ϑαρσις
,
κοιλία
αὐτοῦ
πυξίον
ἐλεϕάντινον
ἐπὶ
λίϑου
σαπϕείρου
,
Verse: 15
κνῆμαι
αὐτοῦ
στῦλοι
μαρμάρινοι
τεϑεμελιωμένοι
ἐπὶ
βάσεις
χρυσᾶς
,
εἶδος
αὐτοῦ
ὡς
Λίβανος
,
ἐκλεκτὸς
ὡς
κέδροι
,
Verse: 16
ϕάρυγξ
αὐτοῦ
γλυκασμοὶ
καὶ
ὅλος
ἐπιϑυμία
·
οὗτος
ἀδελϕιδός
μου
,
καὶ
οὗτος
πλησίον
μου
,
ϑυγατέρες
Ιερουσαλημ
.
This text is part of the
TITUS
edition of
Vetus Testamentum graece iuxta LXX interpretes
.
Copyright
TITUS Project
, Frankfurt a/M, 5.5.2019. No parts of this document may be republished in any form without prior permission by the copyright holder.